- ἀριστερός
- ἀριστερός, ά, όν левый; предвещающий несчастье (ant. δεξιός) (ср. ευώνυμος)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
αριστερός, -ή — και ά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται στο μισό του ανθρώπινου σώματος όπου υπάρχει η καρδιά: Χτύπησα το αριστερό μου χέρι, πόδι κτλ. 2. αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι εκείνου που βλέπει: Καθώς πήγαινα τον είδα να στέκεται στο αριστερό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀριστερός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
ἀριστερά — ἀριστερός left neut nom/voc/acc pl ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc/acc dual ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερωτέρων — ἀριστερός left fem gen comp pl ἀριστερός left masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερῶν — ἀριστερός left fem gen pl ἀριστερός left masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερόν — ἀριστερός left masc acc sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερώτατον — ἀριστερός left masc acc superl sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστερίζω — [αριστερός] αποκλίνω προς τα αριστερά, ακολουθώ αριστερές πολιτικές ιδέες και κοινωνιολογικές αρχές … Dictionary of Greek
ἀριστεραῖς — ἀριστερός left fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστεραί — ἀριστερός left fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)